- αναπέφτω
- ανάπεσα και ανέπεσα, -πεσμένος, πέφτω ανάσκελα: Τον βρήκαν αναπεσμένο και σε κακό χάλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναπέφτω — 1. ανακλίνομαι για ανάπαυση, ξαπλώνω 2. πέφτω ανάσκελα … Dictionary of Greek